Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

ΓΕΩΤ.Ε.Ε. ΟΠΕΚΕΠΕ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΙ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ


Το ΓΕΩΤ.Ε.Ε απέστειλε στον Πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ κ. Καρατζόγλου επιστολή διαμαρτυρίας για την μείωση των θέσεων γεωπόνων στην προκήρυξη εποχικού προσωπικού για το 2008.


Κύριε πρόεδρε,

Στις τελευταίες προκηρύξεις που αφορούσαν την πρόσληψη 1400 ατόμων, με σύμβαση εργασίας 6 μηνών, διαπιστώθηκε ότι, σε σχέση με το 2007: Οι θέσεις των γεωπόνων μειώθηκαν κατά 142 σε απόλυτο αριθμό. Το ποσοστό συμμετοχής των γεωπόνων στο συνολικό αριθμό μειώθηκε από 57% το 2007 σε 34% το 2008 (σημείωση δική μου: 4 8 5 άτομα). Αντίθετα, έχουν αυξηθεί, τόσο ο συνολικός αριθμός των θέσεων κατά 300 (ποσοστό αύξησης 27%), όσο και οι θέσεις άλλων ειδικοτήτων (π.χ οι θέσεις των τεχνολόγων γεωπονίας αυξήθηκαν κατά 96,δηλαδή κατά 39% (σ.δ.: 343 άτομα)

Το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο θεωρεί και οφείλει να επισημάνει ότι ο περιορισμός των θέσεων των γεωτεχνικών προς όφελος άλλων ειδικοτήτων, υπονομεύει την δυνατότητα του Οργανισμού να ανταποκρίνεται στον θεσμικό του ρόλο και να διενεργεί άμεσους και έγκυρους ελέγχους, με ορατές συνέπειες και κινδύνους για τη μη έγκαιρη και ορθή ολοκλήρωση των διαδικασιών καταβολής της ενιαίας ενίσχυσης προς τους Έλληνες αγρότες. (σ.δ.: να υποθέσω λοιπόν ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται επί δεκαετίες από τους Τεχνολόγους Γεωπονίας των Δ.Α.Α. δεν διαθέτουν ούτε «αμεσότητα» ούτε «εγκυρότητα»;) Δεδομένου ότι, η βέλτιστη οργάνωση και αποτελεσματικότητα των ελέγχων, εξασφαλίζεται κυρίως με τη χρησιμοποίηση προσωπικού υψηλής επιστημονικής κατάρτισης. (σ.δ.: σε αντίθεση με τους Τεχνολόγους Γεωπονίας που διαθέτουν τέτοιου επιπέδου επιστημονική κατάρτιση ώστε η μέτρηση για παράδειγμα προβάτων, να καθίσταται αδύνατη!!) και, είναι κατά την άποψή μας απολύτως αναγκαίο, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, επανακαθορίζοντας τα κριτήρια βάσει των οποίων κατανέμει τις θέσεις διαφόρων ειδικοτήτων στις προσλήψεις εποχικού προσωπικού, να αυξήσει σημαντικά τις θέσεις που αντιστοιχούν σε Γεωτεχνικούς, των οποίων, άλλωστε, η ενασχόλησή τους με τα παραπάνω αντικείμενα, επιβάλλεται από την κείμενη νομοθεσία (σ.δ.: ενώ των Τεχνολόγων Γεωπονίας δεν επιβάλλεται;) Σε κάθε περίπτωση όμως, επιθυμούμε, αλλά και επιβάλλεται να γνωρίζουμε (σ.δ.: αλίμονο !!!) το σκεπτικό που οδήγησε στις παραπάνω αλλαγές κατανομής των θέσεων των ειδικοτήτων που περιλαμβάνονται στις προκηρύξεις του τρέχοντος έτους. Αναμένοντας την απάντησή σας επί των ζητημάτων που θέσαμε παραπάνω, παραμένουμε στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε σχετική συνεργασία. (σ.δ.: προκειμένου να αφήσουμε όσο το δυνατό περισσότερους Τεχνολόγους Γεωπονίας άνεργους!)


Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Διάκριση ΑΕΙ-ΤΕΙ - ξεπερασμένη στην ουσία της

Προσυπογράφοντας την ανάρτηση με θέμα "Περί ΤΕΙ ο λόγος", θα ήθελα να επισημάνω ότι, στη σύγχρονη κοινωνία, η όποια διάκριση μεταξύ αποφοίτων ΑΕΙ-ΤΕΙ και γενικότερα η αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ της τεχνολογικής (κατά τον νομοθέτη) και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης φαίνεται περισσότερο στρεβλή και αναχρονιστική τόσο στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας - που χαρακτηρίζεται από μια παγκοσμιοποιημένη και απελευθερωμένη από κρατικούς δεσμούς παροχή επιστημονική μόρφωσης για απόκτηση μεταπτυχιακής εξειδίκευσης και διδακτορικών διπλωμάτων - όσο και στο χώρο της οικονομίας και της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων.

Μία μικρή ιστορική αναδρομή θα διευκολύνει την ουσία του πρώτου σκέλους της παραπάνω διαπίστωσης και θα αποδείξει του λόγου το αληθές. Οι απόφοιτοι ΤΕΙ μέχρι και το 1993 ήταν αποκλεισμένοι από την περαιτέρω εξειδίκευση σε μεταπτυχιακό επίπεδο στην Ελλάδα από τα, ούτως ή άλλως, ελάχιστα μεταπτυχιακά τμήματα που υπήρχαν τότε στα ελληνικά πανεπιστήμια. Εκείνοι δε, οι απόφοιτοι ΤΕΙ που επέλεγαν να ξενιτευτούν για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου αντιμετώπιζαν την χαρακτηριστική ελληνική παθογένεια ενός συστήματος που τελεί υπό αντίφαση, δηλαδή την μη αναγνώρισή τους από το ελληνικό κράτος (ΔΙΚΑΤΣΑ) τη στιγμή που το ίδιο το ελληνικό κράτος (μέσω ΙΚΥ) παρείχε άφθονες υποτροφίες για απόφοιτους ΤΕΙ. Από την άρση της προφανής αυτής στρέβλωσης, το 1993 με την αναγνώριση των μεταπτυχιακών τίτλων αποφοίτων ΤΕΙ από το ΔΙΚΑΤΣΑ, φτάσαμε στο σήμερα, όπου απόφοιτοι ΤΕΙ γίνονται δεκτοί σε ελληνικά ΑΕΙ για απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων, ακόμα και Διδακτορικών διπλωμάτων, πολλά ΤΕΙ συμμετέχουν σε διατμηματικά μεταπτυχιακά ενώ αποτελεί πραγματικότητα η απόφοιτοι ΤΕΙ με τα κατάλληλα προσόντα να είναι μέλη ΔΕΠ ή συμβασιούχοι (407/86) σε τμήματα ΑΕΙ τόσο ελληνικά όσο και ξένα (να σημειώσω εδώ ότι ο νόμος περί πρόσληψης μελών ΔΕΠ δεν θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ το πτυχίο ΑΕΙ ως βασικό τίτλο σπουδών), ενώ ο αριθμός αποφοίτων με μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικά είναι μεγάλος και διαρκώς αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ακολουθώντας τις τάσεις των αντιστοίχων αποφοίτων ΑΕΙ. Αυτό που θέλω να καταδείξω με το παραπάνω είναι η διαπίστωση ότι, στο επιστημονικό πεδίο διαφαίνεται η σύγκληση και καταστρατήγηση των διαχωριστικών μεταξύ των «ανώτερων» αποφοίτων ΑΕΙ από τους «κατώτερους» αποφοίτους ΤΕΙ. Το ίδιο διαπιστώνεται και στον ιδιωτικό τομέα που λειτουργώντας με τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας ξεπερνά ανεπιστρεπτί τις παραπάνω διακρίσεις αναζητώντας επιστημονικό προσωπικό με την κατάλληλη εξειδίκευση.

Η επερχόμενη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων καθώς και παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, ουσιαστικά απαξιώνει παραπάνω τον ρόλο και την ουσία των ΤΕΙ, οδηγώντας τους ολοένα λιγότερους επιτυχόντες τους (οι οποίοι ουσιαστικά είναι φοιτητές πους είχαν ως πρώτη επιλογή τους τα ελληνικά ΑΕΙ) να στραφούν στην πανεπιστημιακή ιδιωτική εκπαίδευση, τουλάχιστον για τις ειδικότητες εκείνες που τους δίνεται η ευκαιρία.

Η παραπάνω διάκριση ωστόσο, ζει και βασιλεύει στην ελληνική δημόσια διοίκηση, η οποία αναμφισβήτητα αποτελεί ευσεβή στόχο επαγγελματικής αποκατάστασης για αξιοσέβαστο αριθμό αποφοίτων (για να μην αναφέρω την συντριπτική πλειοψηφία τους). Στην ουσία όμως η παραπάνω διάκριση δυσχεραίνει περισσότερο την ήδη γραφειοκρατούμενη δημόσια διοίκηση περιθωριοποιώντας τους υπαλλήλους αποφοίτους ΤΕΙ (ιδιαίτερα τεχνολόγων γεωπόνων και δασοπόνων ακόμα και αυτών με μεταπτυχιακές εξειδικεύσεις) στην ενασχόληση με λιγότερο «επιστημονικά» καθήκοντα σε σύγκριση με αυτά των πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συναδέλφων τους συμβάλλοντας έτσι στην ήδη προβληματική διεκπεραίωση συσσωρευμένων υποθέσεων. Δεν τρέφω αυταπάτες απαιτώντας από την ελληνική δημόσια διοίκηση εκσυγχρονισμό προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε η διάκριση υπαλλήλων πανεπιστημιακής και τεχνολογικής κατεύθυνσης αποτελεί και άλλοθι για την πολιτεία στην προσπάθεια να υποστηρίξει την αναγκαιότητα ύπαρξης των δύο πυλώνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Δυστυχώς όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν μια ελληνική πολιτεία που στο εκσυγχρονιστικό όραμά της για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως προωθείται από το Υπ. Παιδείας με τους τελευταίους νόμους, αγνοεί επιδεικτικά τις σύγχρονες τάσεις και την διαμορφούμενη πραγματικότητα, αποδεικνύοντας τοιουτοτρόπως προς κάθε κατεύθυνση, την αδυναμία της να χαράξει μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική πολιτική ουσίας. Μια τέτοια πολιτική στόχευση, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ενιαία τριτοβάθμια ανώτατη εκπαίδευση. Για να γίνει μια τέτοια σύγκλιση θα πρέπει η πολιτική της ενιαίας τριτοβάθμιας ανώτατης εκπαίδευσης να απεμπλακεί αφενός, από τον συντεχνιακό εγκλωβισμό των διαφόρων καστών που συντηρούν μια διακριτή και ιεραρχικά δομημένη ανώτατη εκπαίδευση για την διασφάλιση των κεκτημένων τους (διάβαζε ΤΕΕ) και αφετέρου, από την διασύνδεσή της με την μικροπολιτική σκοπιμότητα όπου θυσιάζει την βιωσιμότητα και επιστημονική σκοπιμότητα τμημάτων στο βωμό μιας ψηφοθηρικής περιφερειακής ανάπτυξης.

Οι ευθύνες της πολιτείας στα παραπάνω είναι μεγάλες και αποκλειστικές. Από την ίδρυση των πρώτων ΚΑΤΕΕ και τον οραματισμό που τα συνόδευε (λογικός για τις ανάγκες της εποχής) στο σήμερα όπου επιδείχνει χαρακτηριστική ατολμία, και υιοθετεί μεσοβέζικες λύσεις για να διατηρήσει το σημερινό status-quo σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές επιχειραματολογώντας με τρόπο μοναδικό και γλαφυρό για την αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιων σχολών στην Ελλάδα, τη στιγμή που έχουν ξεπεραστεί από όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρή σύγχρονη παιδεία, αλλά σιγά σιγά και από την ίδια την ελληνική πραγματικότητα.

Το δια ταύτα απαιτεί μια ριζική αναδιάρθρωση όλων των τεχνολογικών σχολών στην κατεύθυνση που αναφέρθηκε σε προηγούμενη ανάρτηση του blog (κατάργηση επικαλυπτόμενων ειδικοτήτων, προσαρμογή σε νέες ειδικότητες κλπ). Εκτιμώ ότι η επιλογή αυτή αποτελεί μονόδρομο και απαιτεί συγκρούσεις. Αλλιώς θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με το «φαίνεσθε», δηλαδή την διατήρηση ύπαρξης τμημάτων ολιγομελών, κατακτώντας ενδεχομένως μία μοναδική πρωτιά για τα τμήματα αυτά όσον αφορά την αναλογία διδασκόντων προς φοιτητές, παρά με το «είσαι» που θα διασφαλίζει την ποιότητα σπουδών.

Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου
Δρ Τεχνολόγος Δασοπονίας

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

Λίγες σκέψεις σχετικές με την προηγούμενη ανάρτηση

1ον Ο διαχωρισμός της παιδείας σε πανεπιστημιακή και τεχνολογική σίγουρα δεν συμφέρει τους πτυχιούχους : Οι μεν πτυχιούχοι του πανεπιστημίου έχουν ένα πιο ‘φτηνό‘ ανταγωνιστή στην αγορά εργασία ίδιου ή πιο στενού γνωστικού επιπέδου και οι δε πτυχιούχοι της τεχνολογικής εκπαίδευσης έχουν ένα πτυχίο με τόσο ‘στενό‘ γνωστικό αντικείμενο που συνήθως δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς. Αποτέλεσμα? Όλοι μαζί κάθε χρόνο να αντιμετωπίζουμε τη συμπίεση των ημερομισθίων ή των μισθών μας (αφού άμα ήθελαν να πληρώνουν πολλά θα έπαιρναν γεωπόνο΄...ή...αν είχαν σκοπό να πληρώσουν τα νόμιμα -τα οποία είναι πάρα πολλά- θα προσλάμβαναν τεχνολόγο που παίρνει λιγότερα!) ενώ ταυτόχρονα η ανεργία ‘θερίζει‘ τον κλάδο μας...

2ον Αφού ξεκαθαρίσαμε ότι αυτή η κατάσταση δεν συμφέρει κανέναν μας γιατί η απάντηση δεν είναι κοινή? Οι δήθεν συνδικαλιστές που προβάλλουν χαζο-συντεχνιακά ζητήματα με ποιανού το μέρος είναι? Μήπως οποιαδήποτε θέση που προβάλλει τα δικαιώματα του ενός έναντι του άλλου είναι ύποπτη γιατί τελικά είναι αποπροσανατολιστική?

3ον Σαν τεχνολόγος γεωπονίας (ή γεωπόνος …δεν θα τα χαλάσουμε) δέκα χρόνια μετά την λήψη του πτυχίου μου από τη ΣΤΕΓ –και παρόλο που δουλεύω πάνω στο αντικείμενο-δεν έχω ακόμα κατανοήσει την έννοια της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (εικάζεται ότι ποτέ δεν την είδα να λειτουργεί αλλά το παραβλέπουμε). Δεν καταλαβαίνω δηλαδή για ποιο λόγο δεν είμαστε πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή μεταλυκιακή σχολή… Οι τίτλοι των πτυχίων μας, μας δίνουν ένα τόσο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο που μόνο το ημερομίσθιο αποφοίτου μεταλυκιακής σχολής ανταποκρίνεται π.χ. στον απόφοιτο ανθοκομίας που ξέρει μόνο να κλαδεύει χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό από χημική καταπολέμηση ζιζανίων και στην προσπάθεια του να την εφαρμόσει γίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του, για τους χρήστες αλλά και για ολόκληρο το περιβάλλον. Παράλληλα στα πλαίσια της ανωτατοποίησης των Σχολών έχουμε την δυνατότητα να συνεχίσουμε σε μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών και να παραβλέψουμε τις ελλείψεις μας (αφού τελικά έχουμε πτυχίο και νομιμοποιούμαστε να το κάνουμε!) Ας μη μας κακοφαίνεται να πούμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός και να απαιτήσουμε μεταλυκιακές γεωτεχνικές-γεωργικές?- σχολές και πανεπιστημιακά πτυχία με ευρύ γνωστικό αντικείμενο που να μας δίνουν την ουσιαστική δυνατότητα για περαιτέρω έρευνα.

4ον Η κατάπτυστη συνθήκη της Μπολόνια με το δήθεν ξεκαθάρισμα στο χώρο της παιδείας δουλεύει ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση. Η υποβάθμιση του πτυχίου σε πρώτο και δεύτερο κύκλο σπουδών ουσιαστικά υποχρεώνει σε εξειδίκευση (αφού ο πρώτος κύκλος είναι ανεπαρκής και επιβάλλεται ο δεύτερος κύκλος ώστε να ¨σταθεί¨ κάποιος στην αγορά εργασίας) όταν η σωστή κατεύθυνση θα ήταν να υποχρεώνει σε ολοκληρωμένη γνώση μιας επιστήμης. Η αναγωγή του πτυχίου σε σύνολο πιστωτικών μονάδων ουσιαστικά καθιερώνει αυτό που ζούμε ούτως ή άλλως : την απόκτηση ενός πτυχίου Χ πιστωτικών μονάδων και μετά την δυνατότητα παρακολούθησης σεμιναριών για να προστεθούν πιστωτικές μονάδες ώστε τελικά να αποκτήσουμε Υ πιστωτικές και να έχουμε το ίδιο πτυχίο στα χέρια μας, με διαφορετικές γνώσεις και τελικά το ίδιο συμπιεσμένο μισθολόγιο (δεν αναφέρεται πουθενά η αναγωγή των πιστωτικών μονάδων σε διαφοροποίηση των μισθολογίων) Η αντιμετώπιση της παιδείας συνολικά μέσα από τη συνθήκη της Μπολόνια περιγράφεται στα πλαίσια μιας φιλολογικής αναζήτησης γνώσης για Δον Κιχώτες φοιτητές που αναζητούν την γνώση για την γνώση και όποτε πλησιάσουν στους ανεμόμυλους των πιστωτικών μονάδων καινούριοι εχθροί (στόχοι πιστωτικών μονάδων?) εμφανίζονται. Καμία αναφορά στην αγορά εργασίας ή στην κατάκτηση ενός γνωστικού αντικειμένου που να δίνει τη δυνατότητα στον πτυχιούχο να σταθεί στην αγορά εργασίας. Ξεκινώντας ένα κύκλο ερωτημάτων και διαπιστώσεων νομίζω ότι μπορούμε συλλογικά μέσα από τη δημοκρατία του κυβερνοχώρου να συμφωνήσουμε και επιτέλους να δράσουμε συλλογικά (όπως μας συμφέρει και μόνον έτσι) στην κατεύθυνση της διαλεύκανσης του τεχνολογικού-πανεπιστημιακού τοπίου και της διεκδίκησης θέσεων νόμιμης εργασίας για όλους.

Με τιμή,
Κωνσταντίνα Ζέκα-Πάσχου
Τεχνολόγος Γεωπονίας MSc

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Περί ΤΕΙ ο λόγος


Με αφορμή την πρόσφατη δήλωση του υπουργού κ. Στυλιανίδη (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση) για τα επαγγελματικά δικαιώματα αποφοίτων ΤΕΙ, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις σκέψεις μου σχετικά μα τον επαγγελματικό ρόλο των αποφοίτων ΣΤΕΓ και τις μελλοντικές προοπτικές του κλάδου.
Είναι χρήσιμο να γίνει κατανοητό το πλαίσιο μέσα στο οποίο οριοθετούνται οι προοπτικές τις Τεχνολογικής Εκπαίδευσης καθώς και τα περιθώρια μεταβολών προς την κατεύθυνση της καταξίωσης των Τεχνολόγων Γεωπόνων στον επαγγελματικό τους χώρο και στην συνείδηση του έλληνα πολίτη.
Η πολιτεία με το Νόμο 2916/11-6-01 προσπάθησε, ακόμη μια φορά, να ρυθμίσει τα θέματα της ανώτατης εκπαίδευσης και επανακαθόρισε ότι αυτή ασκείται από δυο παράλληλους τομείς, τον Πανεπιστημιακό και τον Τεχνολογικό. Οι δυο αυτοί τομείς εκπαίδευσης υποτίθεται λειτουργούν συμπληρωματικά και με διακριτές φυσιογνωμίες, ρόλους και αποστολή.
Η πολιτεία αλλά και διάφοροι καθηγητές κυρίως των ΤΕΙ αλλά και των Πανεπιστημίων προσπαθούν να μας πείσουν ότι μπορεί να σταθεί η λογική ύπαρξης επαγγελματιών επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης που να αποτελούν συνδετικό κρίκο μεταξύ γνώσης και εφαρμογής αναπτύσσοντας την εφαρμοσμένη διάσταση των επιστημών χωρίς μάλιστα να απειλούνται τα «κεκτημένα» των αντίστοιχων κλάδων των Πανεπιστημίων οι οποίοι με τη σειρά τους, σύμφωνα πάντα με την πολιτεία, προάγουν και αναπτύσσουν την επιστήμη και παράγουν νέα γνώση.

Ο τίτλος

Επιχειρώντας μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα, η έννοια του «Τεχνολόγου» -αν και πολυδιάστατη- συνοδεύει αποφοίτους ορισμένων ΤΕΙ και παραπέμπει στον ειδικό στον τομέα της τεχνολογίας δηλαδή τον επιστήμονα που εφαρμόζει τα πορίσματα της επιστήμης του στην παραγωγή, στο εμπόριο κλπ., γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει και ο νομοθέτης αφού οι απόφοιτοι των ΤΕΙ «Μεταφέρουν, χρησιμοποιούν και προάγουν την σύγχρονη τεχνολογία…». Εύλογα ανακύπτει το απλό ερώτημα: ο απόφοιτος του Πολυτεχνείου ή της σχολής βιολογικών εφαρμογών και τεχνολογιών δεν καλύπτει σύμφωνα με τη φύση της δουλειάς του αλλά και το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών του τον τίτλο του «Τεχνολόγου»; Η αντίφαση είναι προφανής.
Η δεύτερη λέξη που συνοδεύει και συμπληρώνει τη λέξη «Τεχνολόγος» είναι είτε «Γεωπονίας» είτε «Γεωπόνος». Ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος (και αποδεκτός από τους συναδέλφους γεωπόνους ΠΕ) όρος είναι ο πρώτος. Τι σημασιοδοτεί ο όρος αυτός κυρίως σε συνάρτηση με το «Τεχνολόγος»; Καταρχάς ότι οι τεχνολόγοι είναι, όπως αναφέραμε παραπάνω, επιστήμονες που εφαρμόζουν τα πορίσματα της επιστήμης και κατά δεύτερο λόγο, η επιστήμη στην οποία γίνεται αναφορά είναι η Γεωπονική. Στον Νόμο 2916/11-6-01 αναφέρει ότι τα ΤΕΙ "…συνδυάζουν την ανάπτυξη του κατάλληλου θεωρητικού υπόβαθρου σπουδών με υψηλού επιπέδου εργαστηριακή και πρακτική άσκηση, ενώ παράλληλα διεξάγουν κυρίως (εφαρμοσμένη και τεχνολογική έρευνα…)". Αν στο πνεύμα του νομοθέτη η λέξη «συνδυάζουν» περιγράφει ίσης βαρύτητας προγράμματα σπουδών και προς την κατεύθυνση της θεωρίας και προς την κατεύθυνση της εφαρμογής τότε οι όροι είναι αμφοτεροβαρής και επομένως η λέξη «Τεχνολόγος» δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την «ισοβαρή» λέξη «Γεωπόνος». Από την άλλη, αν θεωρήσουμε ότι η έννοια του Τεχνολόγου βαρύνει περισσότερο το περιεχόμενο σπουδών μας, τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος «Γεωπονίας». Στην περίπτωση αυτή θα περίμενε κανείς τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών να περιέχουν κυρίως μαθήματα τεχνολογίας και εφαρμογών και στις περισσότερες περιπτώσεις κοινά για όλες τις σχολές των ΤΕΙ στις οποίες οι απόφοιτοί τους φέρουν τον τίτλο του «Τεχνολόγου». Κι αυτό γιατί η Τεχνολογία και οι εφαρμογές της δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένα πλαίσια επιμέρους επιστημονικών κλάδων παρά μόνο δύναται να διαφοροποιηθούν σε τελικό στάδιο. Ως εκ τούτου, οι χρησιμοποιούμενοι όροι είναι ετεροβαρείς και επομένως ο δεύτερος όρος πρέπει να προσδιορίζει το τελικό στάδιο στο οποίο στοχεύει ο κύριος κορμός των αναλυτικών προγραμμάτων των σχολών μας. Με απλά λόγια και αποδεχόμενοι την αμέσως παραπάνω προσέγγιση, είμαστε «τεχνολόγοι» που σε κάποιο στάδιο των σπουδών μας ειδικευόμαστε στις εφαρμογές πάνω στην Γεωπονία ή στη Μηχανολογία κοκ. Δηλαδή είμαστε «Τεχνολόγοι (του κλάδου της) Γεωπονίας» ή «Τεχνολόγοι (του κλάδου της) Μηχανολογίας» κοκ.
Το παράδειγμα του τίτλου που φέρουν οι απόφοιτοι των ΣΤΕΓ αποτελεί ένα ελάχιστο δείγμα μόνο της συνολικότερης σύγχυσης που επικρατεί στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και στους χώρους που δραστηριοποιούμαστε επαγγελματικά.

Η πραγματικότητα…

Όσοι εργαζόμαστε στον ευρύτερο χώρο του γεωπονικού κλάδου, ανεξάρτητα αν είμαστε απόφοιτοι των ΤΕΙ ή των Πανεπιστημίων, γνωρίζουμε ότι οι «εφαρμογές» αποτελούν την πεμπτουσία της επαγγελματικής μας δραστηριότητας. Είναι δυνατόν οι γεωπόνοι να αποποιηθούν τον ρόλο τους, που επί δεκαετίες εκπληρώνουν, αυτόν της εφαρμογής της επιστήμης τους στο χωράφι και στην κτηνοτροφική μονάδα; Γιατί, τι άλλο μπορεί να σημαίνει η σύνδεση γνώσης και εφαρμογής που χρεώνεται δια νόμου στους τεχνολόγους; Από την άλλη, ποιος απόφοιτος Πανεπιστημίου, με μόνο εφόδιο την βασική εκπαίδευση που λαμβάνει, είναι σε θέση να προάγει την επιστήμη και να παράγει γνώση; Αλλά και αν υποθέσουμε ότι πράγματι η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια είναι τόσο υψηλού επιπέδου, κάτι που δεν συνάγεται από την πλούσια αρθρογραφία στον ημερήσιο τύπο και σε διάφορα blogs, πολλών πανεπιστημιακών δασκάλων, η προσφορά θέσεων με πραγματικό αντικείμενο που να περιγράφεται από την πρόταση «…προαγωγή της επιστήμης και την παραγωγή γνώσης…» είναι αρκετή ώστε να καλύψει τις ανάγκες τόσο μεγάλου αριθμού γεωπόνων που περιμένουν, κι αυτοί μαζί με μας, στην ουρά προκειμένου να εξασφαλίσουν τον «επιούσιο»; H απόσχιση του νομοθέτη από την επαγγελματική μας πραγματικότητα είναι εμφανής και θα πρόσθετα, ύποπτη.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι παραπάνω ορισμοί του νόμου αφορούν αμέσως το ρόλο των ιδρυμάτων και εμμέσως των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας. Θα αποτελούσε λογικό ακροβατισμό μια τέτοια προσέγγιση αφού τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων δεν μπορεί παρά να είναι αυστηρά προσηλωμένα στις διακριτές φυσιογνωμίες και την ουσία της αποστολής των αντίστοιχων Ιδρυμάτων ΤΕΙ – Πανεπιστημίων.


ΤΕΙ: Ο δεύτερος ( και καταϊδρωμένος) πυλώνας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η ανυπαρξία ενός διακομματικού οργάνου που θα χαράσσει μακροχρόνια και με συνέπεια την πορεία της παιδείας, θα αξιολογεί και θα επανασχεδιάζει την τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας, αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο. Η ίδρυση σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και στα πλαίσια «…μιας πρόχειρης και αποσπασματικής πολιτικής…» η οποία «..ικανοποιούσε κάποιες τοπικές κοινωνίες που τις γέμιζε ΤΕΙ και πανεπιστήμια…» (βλ. πρ. ανάρτηση) τελικά συντηρεί την απαξίωση και οδηγεί στον μαρασμό κυρίως του πιο αδύναμου κρίκου, των ΤΕΙ.
Τα ΤΕΙ, παρ’ όλες τις προσπάθειες και μεταβολές των τελευταίων χρόνων, είναι εγκλωβισμένα στις εγγενείς αδυναμίες τους ορισμένες από τις οποίες επιλεκτικά παρατίθενται και είναι:

Η προβληματική εκπαιδευτική και κοινωνικοοικονομική σύνδεσή τους με την ελληνική πραγματικότητα (κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού).
• Η ελλιπής χρηματοδότησή τους - από τον κρατικό προϋπολογισμό (έτος 2007) είναι της τάξης των 375 εκ.€, ενώ για τα πανεπιστήμια φθάνει στα 1028 εκ.€, για περίπου ίσο αριθμό σπουδαστών.
• Οι παρεμβολές στην πορεία των ΤΕΙ προς την (όποια) θεσμική τους ολοκλήρωση.
• Η αδυναμία οριοθέτησης διακριτών επαγγελματικών δικαιωμάτων μεταξύ εκείνων των σχολών ΤΕΙ-Πανεπιστημίων με αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο.


Σχολές Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογικά Πανεπιστήμια.
Η Διακήρυξη της Bologna
Τον Ιούνιο 1999 οι υπουργοί Παιδείας 29 Ευρωπαϊκών χωρών συνήλθαν στην Bologna και εξέδωσαν μια κοινή διακήρυξη, την γνωστή «Διακήρυξη της Bologna» με τον τίτλο «Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης» Βασικές κατευθύνσεις ήταν:

1. Υιοθέτηση ενός συστήματος εύκολα αναγνωρίσιμων και συγκρίσιμων τίτλων σπουδών
2. Υιοθέτηση ενός συστήματος βασισμένου σε δύο κύκλους σπουδών (προπτυχιακό-μεταπτυχιακό)
3. Καθιέρωση ενός συστήματος πιστωτικών μονάδων για την διευκόλυνση της κινητικότητος των φοιτητών από χώρα σε χώρα
4. Προώθηση και ενθάρρυνση της κινητικότητας των φοιτητών και καθηγητών με την άρση τυχόν εμποδίων
5. Προώθηση της Ευρωπαϊκής συνεργασίας στην διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και των πτυχίων
6. Προώθηση της Ευρωπαϊκής διάστασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Πηγή: http://www.teipir.net/

Στα πλαίσια των αλλαγών που συντελούνται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο με χρονικό ορίζοντα το 2010, η ανάγκη εναρμόνισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας με την υπόλοιπη Ευρώπη και η παγιωμένη απαξίωση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων οδηγεί αρκετούς στη σκέψη ότι η μετεξέλιξη των ΤΕΙ σε Τεχνολογικά Πανεπιστήμια θα άρει τα εγγενή προβλήματα των ΤΕΙ (αναφερόμαστε σε εκείνες τις σχολές των ΤΕΙ ομοειδών κλάδων των Πανεπιστημίων) και ως πανεπιστήμια πλέον «.. θα προσφέρουν ουσιαστικές προοπτικές σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα των νέων που θέλουν να αναζητήσουν επαγγελματικές διεξόδους σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, θα αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τις ικανότητες των σημερινών και αυριανών σπουδαστών, θα λειτουργήσουν προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας γενικότερα, θα δώσουν ώθηση και δυναμισμό σε όλους αυτούς που θα υπηρετήσουν σε ευνοϊκότερες συνθήκες το νέο θεσμό και θα συμβάλλουν στην πρόοδο της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας».


Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι με ποιόν τρόπο «…θα προσφέρουν ουσιαστικές προοπτικές…», για παράδειγμα, στους Τεχνολόγους Γεωπόνους όταν η «πανεπιστημιοποίηση» των ΣΤΕΓ δεν θα μπορεί από μόνη της ούτε να τους προσδώσει ταυτότητα ούτε και να οριοθετήσει μόνιμα το ρόλο των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας; Ας δούμε στο σημείο αυτό το ερώτημα του ΤΕΕ και του ΕΜΠ με αφορμή συζήτηση για τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ΤΕΙ του κατασκευαστικού τομέα : Ποιος θα είναι ανώτερος επαγγελματικά ο διπλωματούχος του Πολυτεχνείου με 5 έτη σπουδών και χωρίς μεταπτυχιακό ή ο πτυχιούχος ΑΤΕΙ με 4 έτη σπουδών και μεταπτυχιακό ; Φυσικά δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση, ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής η έκφραση «ανώτερος επαγγελματικά» η οποία καταδεικνύει το προφανές, ότι δηλαδή δεν μπορούν να υπάρξουν σαφείς επαγγελματικές οριοθετήσεις μεταξύ πτυχιούχων ΤΕΙ και πτυχιούχων ομοειδών κλάδων των Πανεπιστημίων. Οι όροι του παιχνιδιού παίζονται στις λέξεις «ανώτερος» και «κατώτερος», με αποτέλεσμα να συντηρείται μια εξαμβλωματική κατάσταση (εξόχως δαπανηρή για τον Έλληνα φορολογούμενο) και οδηγεί τους πτυχιούχους ΤΕΙ και Πανεπιστημίων σε συγκρούσεις που συχνά πυκνά καταλήγουν στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Η λύση

Κατά την άποψή μου μοναδική βιώσιμη λύση αποτελεί η κατάργηση των Τμημάτων Τ.Ε.Ι. ομοειδών με Τμήματα των Πανεπιστημίων και η ισοτίμηση (με τρόπους που θα αναζητηθούν) των μέχρι σήμερα πτυχιούχων με τους αντίστοιχους πτυχιούχους των πανεπιστημίων.
Οι τρόποι με τους οποίους θα επιτευχθεί η παραπάνω λύση δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας ανάρτησης. Είναι βέβαιο ότι θα ανακύψουν πολλά προβλήματα και συγκρούσεις κατά την εφαρμογή της ωστόσο την θεωρώ μονόδρομο αν αναζητούμε μόνιμη λύση του προβλήματος. Γιατί το πρόβλημα της λεγόμενης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης δυστυχώς δεν λύνεται με αποσπασματικά μέτρα. Πρέπει να επιβληθούν δραστικές μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση και αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ηγεσιών, πολιτικών και συνδικαλιστικών, που θα αντιληφθούν οι μεν πρώτοι ότι τα ΤΕΙ δεν μπορούν να αποτελούν εκπαιδευτικά ιδρύματα μαζικής παραγωγής ανεπάγγελτων πτυχιούχων προσφέροντας μόνο μια δεύτερη ευκαιρία σε εκείνους τους υποψήφιους που αποτυγχάνουν να εισαχθούν στα πανεπιστήμια, ικανοποιώντας μόνο της τοπικές κοινωνίες ( εκμισθωτές σπιτιών, ιδιοκτητών bar, μπουζουκομάγαζων και άλλων «ευαγών ιδρυμάτων») οι δε δεύτεροι ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν την σημερινή πραγματικότητα με αίσθηση δικαίου, να απεγκλωβιστούν από τις παγιωμένες συντεχνιακές τους αντιλήψεις και ας μην ξεχνούν ότι οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ δεν είναι υποχρεωτικά «κατώτεροι» σε σχέση με τους πτυχιούχους αντίστοιχων Πανεπιστημίων και πολύ περισσότερο από εκείνους που προέρχονται από Χώρες (κυρίως των Βαλκανίων) με γενικώς θεωρούμενο υποβαθμισμένο επίπεδο σπουδών και που γίνονται αποδεκτοί «μετά βαΐων και κλάδων» στα Επιμελητήρια και στις επαγγελματικές τους Ενώσεις μόνο και μόνο επειδή το ίδρυμα από το οποίο αποφοίτησαν ονομάζεται Πανεπιστήμιο.


Οψόμεθα εις Φιλίππους
Μ.Λ.